ἀκιδωτά

ἀκιδωτά
ἀκιδωτόν
neut nom/voc/acc pl
ἀκιδωτός
pointed
neut nom/voc/acc pl
ἀκιδωτά̱ , ἀκιδωτός
pointed
fem nom/voc/acc dual
ἀκιδωτά̱ , ἀκιδωτός
pointed
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αχίλλεια — Πολυετής πόα της οικογένειας των συνθέτων. Επιστημονικά ονομάζεται α. η χιλιόφυλλη. Κοινό είδος της ελληνικής χλωρίδας, φυτρώνει πολλές φορές, με τον χαρακτήρα του ζιζανίου, στους αγρούς, τις βοσκές και κατά μήκος των δρόμων. Ελαφρώς εύοσμη, έχει …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • ακιδοφόρος — ακιδοφόρος, α, ο και ακιδωτός, ή, ό αυτός που έχει ακίδες, ο μυτερός: Ορισμένα φυτά έχουν φύλλα ακιδωτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”